μπερμπαντεύω

μπερμπαντεύω
και μπιρμπαντεύω [μπερμπάντης]
είμαι ή γίνομαι μπερμπάντης, επιδίδομαι σε διασκεδάσεις και ξεφαντώματα με γυναίκες («όλη τη νύχτα μπερμπαντεύει και το πρωί κοιμάται»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπερμπαντεύω — μπερμπάντεψα, γίνομαι μπερμπάντης, ζω άστατη ζωή, επιδίδομαι σε διασκεδάσεις και ηδονές: Τώρα που έμεινε χήρος μπερμπαντεύει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπιρμπαντεύω — βλ. μπερμπαντεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”